Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡ λιϑουργική

См. также в других словарях:

  • λιθουργικῇ — λιθουργικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθουργική — λιθουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθουργικῆι — λιθουργικῇ , λιθουργικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Lithurgik — Definition der Lithurgik nach J. Reinhard Blum Lithurgik (v. griech. λιθουργική lithourgiké, „die Fertigkeit, Steine – im weitesten Sinne – zu bearbeiten“; λιθουργικός lithourgikós, adj. „die Bearbeitung von Stein betreffend“, λιθουργός …   Deutsch Wikipedia

  • λιθουργικός — λιθουργικός, ή, όν (Α) [λιθουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθουργό ή στη λιθουργία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθουργική η τέχνη τού λιθουργού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθουργικόν η αμοιβή τών λιθουργών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»